ἀμαρτύρητοι

ἀμαρτύρητοι
ἀμαρτύρητος
needing no witness
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βεβαιώθηκε με μάρτυρες ή με αναμφισβήτητη απόδειξη: Όλοι όμως αυτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν αμαρτύρητοι. 2. αυτός που δεν καταγγέλθηκε στο δάσκαλο (κυρίως για μικρούς μαθητές): Τελικά ο πραγματικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”